ὀρόβακχος

ὀρόβακχος
ὀρόβακχος
fruits
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος …   Dictionary of Greek

  • ὀροβάκχους — ὀρόβακχος fruits masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρόβακχοι — ὀρόβακχος fruits masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ορίβακχος — Ὀρίβακχος και Ὀρόβακχος, ὁ (Α) προσωνυμία που αποδόθηκε στον Βάκχο επειδή οι οργιαστικές τελετές γίνονταν στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρι / ορο (βλ. λ. όρος [II]) + Βάκχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”